-
1 οικοδόμημα
-
2 οἰκοδόμημα
-
3 οικοδομημα
-
4 οικοδόμημα
το постройка, строение, сооружение, здание -
5 οἰκοδόμημα
Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > οἰκοδόμημα
-
6 οἰκοδόμημα
οἰκο-δόμημα, τό, das erbauete Haus, Gebäude -
7 οικοδόμημα
bâtisse -
8 bâtisse
οικοδόμημα -
9 здание
здание с το χτίριο, το οικοδόμημα, η οικοδομή жилое \здание η κατοικία* * *сτο χτίριο, το οικοδόμημα, η οικοδομήжило́е зда́ние — η κατοικία
-
10 новостройка
новостройка ж 1) το οικοδόμημα, το χτίριο, η οικοδομή 2) (строительство) η οικοδομή* * *ж1) το οικοδόμημα, το χτίριο, η οικοδομή2) ( строительство) η οικοδομή -
11 здание
-я ουδ.κτίριο, οικοδόμημα• ίδρυμα•новое здание καινούριο κτίριο•
общественное, здание κοινωνικό ίδρυμα•
каменное здание λιθόκτιστο οικοδόμημα.
-
12 ἐργάζομαι
A- άσομαι Thgn.1116
, etc., [dialect] Dor.ἐργαξοῦμαι Theoc.10.23
,ἐργῶμαι PCair.Zen.107.4
(iii B. C.), LXX Ge.29.27, al., IG7.3073.12 (Lebad., ii B. C. ) (but Hsch. ἐργᾷ· ἐργάζει): [tense] aor. εἰργασάμην, [dialect] Ion.ἐργ- Hdt.2.115
, A.Th. 845 (lyr.), etc., [ per.] 3pl. opt.ἐργασαίατο Ar.Av. 1147
, Lys.42 ; [dialect] Dor. M (Delph., iv B. C.): [tense] pf. εἴργασμαι, [dialect] Ion.ἔργ- Hdt.2.121
.έ, A.Fr. 311, etc.—These tenses are used both in [voice] Med. and [voice] Pass. signfs.: for other [voice] Pass. tenses, v. infr. 111:—[dialect] Att. Inscrr. of cent. iv have ἠργαζόμην, ἠργασάμην, ([etym.] ἐξ-) IG22.1585.11, 1669.10, al., but εἴργασμαι ib.1666 A27 ; so also ἠργάσατο ib.7.424 (Oropus, iv B. C.), εἰργασμένος ib.3073.51 (Lebad., ii B. C.),ἐξήργασατο UPZ19.8
(ii B. C.),εἴργασμαι PCair.Zen.146.3
(iii B. C.); but this rule is often broken in later Pap., Inscrr., and codd.:—work, labour, esp. of husbandry, Hes.Op. 299, 309, Th.2.72, etc.; but also of all manual labour, of slaves,ἐ. ἀνάγκῃ Od.14.272
; of quarrymen, Hdt.2.124, etc.;τὴν οὐσίαν οὐ δικαζόμενον ἀλλ' ἐργαζόμενον κεκτημένον Antipho 2.2.12
; ἐ. ἐν τοῖς ἔργοις in the mines, D.42.31 : c. dat. instr., χαλκῷ with brass, Hes.Op. 151 ; also of animals,βοῦς ἐργάτης ἐργάζεται S. Fr. 563
; of birds working to get food, Arist.HA 616b35 ; of bees, ib. 625b22 ; of Hephaestus' self-acting bellows, Il.18.469 ; τὸ χρῆμ' ἐργάζεται the matter works, i.e. goes on, Ar.Ec. 148 ; produces an effect,Thphr.
CP5.12.7 ; οὐχ ὁμοίως ἐργάσεται τὸ θερμόν ib.6.18.11.II trans., work at, make, ἔργα κλυτά, of Athena, Od. 20.72, cf. 22.422 ; ἀγάλματα, ὕμνους, Pi.N.5.1,I.2.46 ; τρίποδα, Νίκην, SIG34 (Delph., v B. C.); ;οἰκοδόμημα Th.2.76
; εἰκόνας, ἀνδριάντας, καλὰ ἔργα, Pl.Cra. 431c, X.Mem.2.6.6, Pl.Men. 91d ; κηρόν, σχαδόνας, of bees, Arist.HA 627a6,30 ;μέλι Sor.Vit. Hippocr.11
; make so and so,ξηρὸν ἐ. τινά Luc.DMar.11.2
;μέγαν Ael.VH3.1
.2 do, perform,ἔργα ἀεικέα Il.24.733
; ἔργον ἐπ' ἔργῳ ἐ., of husbandmen, Hes.Op. 382, cf. 397 ;ἐργασίας ἐ. Arist.EN 1121b33
, cf. X.Oec.7.20 ; ἐναίσιμα, φίλα ἐ., Od.17.321, 24.210 ; ;περὶ θεοὺς ἄδικον μηδέν Id.Grg. 522d
; ἐ. πρᾶγμα, opp. βουλεύειν, S.Ant. 267, cf. OT 347 ;τὸ ἔργον Κυρίου 1 Ep.Cor.16.10
: c. dupl. acc., do something to..,τά περ νῦν ἐ. [ὁ ἥλιος] τὸν Νεῖλον Hdt.2.26
, etc.; chiefly in bad sense, do one ill, do one a shrewd turn,κακὰ ἐργάζεσθαί τινα S.Ph. 786
, Th.1.137, etc.; so οἷά μ' εἰργάσω, τί μ' ἐργάσει; S.Ph. 928, 1172 (lyr.), etc.;μὴ δῆτα τοῦτό μ' ἐργάσῃ Id.El. 1206
;αἴσχιστα ἐ. τινά Ar.V. 787
; less freq.,ἀγαθὰ ἐ. τινά Hdt.8.79
, cf. Th.3.52, Pl.Cri. 53a ;πολλὰ καὶ καλὰ τὴν Ἑλλάδα Id.Phdr. 244b
; seldom ;οἷν ἐμοὶ δυοῖν ἔργ' ἐστὶ κρείσσον' ἀγχόνης εἰργασμένα S.OT 1374
.c in Law, ζημίαν ἐ. do damage, Is.6.20, cf. Hyp.Ath.22.3 work a material,ὅπλα..οἷσίν τε χρυσὸν ἐργάζετο Od.3.435
; ἐ. γῆν till the land, Hdt.1.17, etc.;ἐ. [ἀγροὺς] ἐργάταις X.Cyr.1.6.11
;γῆν καὶ ξύλα καὶ λίθους Id.HG3.3.7
; [ ἀργυρῖτιν] Docum. ap. D.37.28 ; ἐ. θάλασσαν, of traders, D.H.3.46 ; γλαυκὴν ἐ., of fishers, Hes.Th. 440.4 earn by working,χρήματα Hdt.1.24
, Ar.Eq. 840, etc.;καινὸν βίον ἐκ τοῦ δικαίου And.1.144
, cf. Hes.Op.43 ;ἀργύριον ἀπὸ σοφίας Pl.Hp.Ma. 282d
;μισθοῦ τὰ ἐπιτήδεια X.Mem.2.8.2
.5 work at, practise, μουσικήν, τέχνας, etc., Pl.Phd. 60e, R. 374a, etc.;ἐπιστήμας X.Oec.1.7
; ἀρετὴν καὶ σωφροσύνην v.l. in Isoc.13.6 ; δικαιοσύνην, ἀνομίαν, Act.Ap.10.35, Ev.Matt.7.23.6 abs., work at a trade or business, traffic, trade,ἐν [γναφείῳ] Lys.23.2
;ἐν ἐμπορίῳ καὶ χρήμασιν D.36.44
;ἐν τῇ ἀγορᾷ Id.57.31
(also οἱ τὴν τετράγωνον (sc. ἀγοράν) ἐργαζόμενοι those who trade in the square, BCH8.126 (cf. Glotta14.73));κατὰ θάλατταν D.56.48
; τούτοις..ναυτικοῖς ἐ. trade with this money on bottomry, Id.33.4 ;δὶς ἢ τρὶς ἐ. τῷ αὐτῷ ἀργυρίῳ Id.56.30
; ταῦτα ἐ. thus he trades, Id.25.82 ; traders,Id.
34.51 ; οἱ ἐν Δήλῳ ἐ., = Lat. qui Deli negotiantur, CIG2285b ; esp. of courtesans, σώματι ἐ., Lat. quaestum corpore facere, D.59.20 ;ἐπὶ τέγους ἀπὸ τοῦ σώματος Plb.12.13.2
; ἀπὸ τῆς ὥρας Alexis Sam. ap. Ath.13.572f, Plu.Tim.14.III [voice] Pass., rarely in [tense] pres. and [tense] impf., D.H.8.87 ([etym.] ἐξ-), Hyp.Eux.35 : [tense] fut.ἐργασθήσομαι S.Tr. 1218
, ([etym.] ἐξ-) Isoc.Ep.6.8 : [tense] pf. εἴργασμαι (v. infr.): [tense] aor. 1 , Thphr.HP6.3.2, etc.1 to be made or built,ἔργαστο τὸ τεῖχος Hdt.1.179
;ἐκ πέτρας εἰργασμένος A.Pr. 244
;οἰκοδόμημα διὰ ταχέων εἰργ. Th.4.8
; λίθοι εἰργ. wrought stones, Id.1.93 ;γῆ εἰργ. X.Oec.19.8
;θώρακας εὖ εἰργ. Id.Mem.3.10.9
.Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > ἐργάζομαι
-
13 προ-κατα-βάλλω
προ-κατα-βάλλω (s. βάλλω), vor, vorn od. vorher niederwerfen, Sp., wie D. Cass. 57, 10, οἰκοδόμημα προκατεβάλλετο.
-
14 οἰκο-δομή
οἰκο-δομή, ἡ, spätes unattisches Wort, sowohl für οἰκοδόμημα als auch für οἰκοδόμησις, N. T. u. a. Sp., vgl. Lob. Phryn. 490. Bei Her. 2, 127 zw. – Auch in christlichem Sinne, die Erbauung, K. S.
-
15 γλισχρος
31) тягучий, густой(ἔλαιον Arst.)
; вязкий, клейкий(γλοιός Arst.)
2) мелочной, пустяковый3) скупой, скаредный (sc. ἄνθρωποι Arst.; περὴ τὰς δωρέας Plut.)4) назойливо просящий, попрошайничающий, клянчащий(γ. προσαιτῶν λιπαρῶν τε Arph.; σκύλακες Plut.)
5) скудный, бедный, нищенский, жалкий,(οἰκοδόμημα Dem.; δεῖπνον Plut.; τέχναι Luc.)
-
16 εργαζομαι
(impf. εἰργαζόμην, fut. ἐργάσομαι, aor. εἰργασάμην, pf. εἴργασμαι - ион. ἔργασμαι; pass.: aor. εἰργάσθην, fut. ἐργασθήσομαι)1) работать, трудиться(ἐν γναφείῳ Lys.; πρὸς τὸν λύχνον Arst.)
ἀνάγκῃ ἐ. Hom. — заниматься принудительным трудом, т.е. быть обращенным в рабство;ἐ. ἐν τοῖς ἔργοις Dem. — работать в рудниках2) обрабатывать, обделывать(χρυσόν Hom.; ξύλα καὴ λίθους Xen.; ὅ εἰργασμένος σίδηρος Arst.)
3) (тж. ἐ. γῆν Thuc., Xen. или ἐ. ἀγρούς Xen., Plut.) возделывать землю, пахать(χαλκῷ Hes.; μετὰ τῶν οἰκετῶν Plut.)
4) разрабатывать, эксплуатировать(τὰ περὴ Λυδίαν μέταλλα Arst.)
5) ( о пчелах) вырабатывать(τὸν κηρόν Arst.)
6) производить, изготовлять(ἁμαξίδας Arph.)
7) образовывать, выделять(ἥ εἰργασμένη θερμότης Arst.)
8) перерабатывать, переваривать(τέν τροφήν Arst.)
9) строить, возводить(τὸ τεῖχος Her.; οἰκίας Plat.; οἰκοδόμημα διὰ ταχέων εἰργασμένον Thuc.)
10) вызывать, возбуждать,(φθόνον, ὀργήν Arst.)
11) создавать, ваять(ἀγάλματα Pind.; ἀνδριάντας Xen.; εἰκόνας Plat.)
12) сочинять, слагать(ὕμνους Pind.)
13) делать, творить, выполнять, совершать(κλυτὰ ἔργα Hom.; δεινὰ καὴ ἀσεβή Plat.; αἰσχρὸν ἔργον Plut.)
περὴ ἀνθρώπους ἄδικον μηδὲν ἐ. Plat. — не совершать ничего несправедливого по отношению к людям;πολλὰ καὴ καλὰ τέν Ἑλλάδα ἐ. Plat. — много прекрасного совершить для Эллады;αἴσχιστα ἐ. τινα Arph. — постыднейшим образом поступить с кем-л.;τὸ χρῆμα ἐργάζεται Arph. — дело (уже) делается, т.е. не терпит отлагательства;τὰ ἐργασμένα Eur., Her. — дела, деяния, поступки;ξηρὸν ἐ. τινα Luc. — иссушать кого-л.14) осуществлять, развивать(ἀρετήν Isocr.)
15) причинять, доставлять(πημονάς Soph.; πόθον τινί Dem.)
16) заниматься, промышлять(τὰς ἐργασίας τινάς Plat., Arst.)
ἐ. γλαυκήν Hes. (sc. θάλασσαν) — заниматься морским промыслом (т.е. морской торговлей или рыболовством)17) зарабатывать, наживать(χρήματα Her.; ἀργύριον Plat.)
18) вести торговлю, торговать(ἐν τῇ ἀγορᾷ Dem.; σώματι Dem. или ἀπὸ τοῦ σώματος Polyb.)
ἐ. κατὰ θάλασσαν Dem. — вести морскую торговлю;οἱ ἐργαζόμενοι Dem. — торговцы, купцы -
17 ημετερος
дор. ἁμέτερος, эол. ἀμμέτερος 31) нашεἰς ἡμέτερον (sc. δῶμα) и ἐφ΄ ἡμέτερα (sc. δώματα) Hom. или ἡμέτερόνδε Hom. — (к себе) домой;
ἐν ἡμετέρου Her. (= ἐν ἡμῶν, sc. οἴκῳ) — (у нас) дома;ἡμέτερον (= ἡμῶν) αὐτῶν (sc. οἰκοδόμημα) Plat. — наш собственный дом;ἡμέτερα κέρδη τῶν σοφῶν Arph. — добыча для нас, умниковἄγε δεῦρο, ἵν΄ ἔπος καὴ μῦθον ἀκούσῃς ἡμέτερον Hom. — подойди сюда, чтобы послушать мои слова
-
18 κυκλοτερης
21) кругом обточенный, шаровидный(ἥ γῆ Her.; ὅ ὄγκος τῆς γῆς Arst.)
2) круглый(πλοῖα Her.; οἰκοδόμημα Xen.; βόθρος Plut.)
κυκλοτερὲς μέγα τόξον ἔτεινεν Hom. — он согнул в круг, т.е. сильно натянул огромный лук -
19 παροικοδομημα
-
20 υφαινω
1) ткать(ἱστόν Hom.; ὕφασμα Eur.; θοἰμάτιον Plat.)
αἱ ὑφαίνουσαι Arst. — ткачихи;αἱ φάλαγγες ἀράχνια λεπτὰ ὑφηνάμεναι Xen. — пауки, соткавшие себе тонкую паутину2) вить, сплетать(ποικίλον ἄνδημα Pind.)
3) придумывать, замышлять, затевать(δόλους καὴ μῆτιν Hom.)
ὑ. τί τινι ἐπὴ τυραννίδι Arph. — строить козни для захвата власти над кем-л.4) строить, устраивать, готовить(οἰκοδόμημα Plat.; ὄλβον Pind.)
См. также в других словарях:
οἰκοδόμημα — building neut nom/voc/acc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
οικοδόμημα — το (Α οἰκοδόμημα) [οικοδομώ] οικοδομή, κτήριο («τὰ μὲν οἰκοδομήματα τῶν προαστείων ἔρημα εὕρισκον», Ηρωδιαν.) νεοελλ. μτφ. κάθε συγκροτημένο σύνολο (α. «το οικοδόμημα τού κράτους» β. «ολόκληρο το οικοδόμημα τών επιχειρημάτων του κατέρρευσε») … Dictionary of Greek
οικοδόμημα — το, ατος το κτίριο … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
αμφιθέατρο — Οικοδόμημα για θεάματα, τυπικό της ρωμαϊκής αρχιτεκτονικής. Βασικά αποτελείται από μια ελλειπτική κονίστρα, την αρένα (ονομάστηκε έτσι γιατί ήταν στρωμένη με άμμο και στα λατινικά, arena σημαίνει άμμος), γύρω από την οποία βρίσκονται σε κλιμακωτή … Dictionary of Greek
παγόδα — Οικοδόμημα θρησκευτικού χαρακτήρα, το οποίο συνδέεται με τη βουδιστική λατρεία, με μορφή πύργου, συνήθως από πέτρα, άλλοτε από ψημένο πηλό, σπάνια από ξύλο (Ιαπωνία). Είναι διαδεδομένη στην Ασία και ιδιαίτερα στην Ινδία, στην Κίνα, στην Ιαπωνία… … Dictionary of Greek
οἰκοδομημάτων — οἰκοδόμημα building neut gen pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
οἰκοδομήμασι — οἰκοδόμημα building neut dat pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
οἰκοδομήμασιν — οἰκοδόμημα building neut dat pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
οἰκοδομήματα — οἰκοδόμημα building neut nom/voc/acc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
οἰκοδομήματι — οἰκοδόμημα building neut dat sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
οἰκοδομήματος — οἰκοδόμημα building neut gen sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)